διακονοῦντες

διακονοῦντες
διᾱκονοῦντες , διακονέω
minister
pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεραμεύω — (ΑΜ κεραμεύω) [κέραμος] είμαι κεραμέας, κατασκευάζω πήλινα αγγεία («πολὺν χρόνον διακονοῡντες θεωροῡσι πρὶν ἅπτεσθαι τοῡ κεραμεύειν») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”